Η ΕΣΕΕ προτείνει δύο θεσμικά μέτρα που μπορούν να βοηθήσουν πολλαπλώς όλους όσους σχετίζονται με την παραγωγή και διάθεση του Ελληνικού Ελαιολάδου αλλά και την... ελληνική οικονομία εν γένει.
Το πρώτο θεσμικό μέτρο είναι η νομοθετική εφαρμογή προς όλες τις τράπεζες για υποχρεωτική, αυθημερόν χρηματοδότηση με την εγγύηση του δημοσίου κάθε εξαγωγής τυποποιημένου ελαιολάδου προς οποιαδήποτε χώρα, όπως γινόταν πριν πολλές δεκαετίες, τότε που τα πενιχρά αποθέματα των τραπεζών χρηματοδοτούσαν τις εξαγωγικές επιχειρήσεις με μειωμένο επιτόκιο κατά 60% και ό,τι περίσσευε διατίθετο για τις λοιπές ανάγκες της οικονομίας.
Το δεύτερο θεσμικό μέτρο σχετίζεται με την απορρόφηση του παραγόμενου προϊόντος την ώρα της παραγωγής από πολυεθνικές οι οποίες το απαξιώνουν, σε τιμές που δεν καλύπτουν καν το κόστος παραγωγής. Άμεσο αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι να χειροτερεύει η ποιότητα του προϊόντος, αφού ο παραγωγός δεν έχει κίνητρο για να επενδύσει σε καλύτερες καλλιέργειες.
Η πρόταση είναι η ακόλουθη: όταν το επίπεδο των τιμών πέφτει κάτω από ένα όριο που δεν καλύπτει πλέον το κόστος παραγωγής, να καταθέτει ο παραγωγός στην τράπεζα την απόδειξη παρακαταθήκης ελαιολάδου που του εκδίδει ο ελαιουργός που αναλαμβάνει τη φύλαξή του και μαζί με την εγγύηση του ελαιουργού να λαμβάνει μια χρηματοδότηση που θα αντιστοιχεί στο 70% της τρέχουσας αξίας του ελαιολάδου που έχει στην κατοχή του.
Αυτά τα δύο μέτρα εάν σχεδιαστούν και εφαρμοστούν άμεσα μέσα σε μια πενταετία, θα οδηγήσουν στην εξαγωγή του 100% του παραγόμενου ελαιολάδου ως τυποποιημένου ελληνικού προϊόντος με πολλαπλά οφέλη για την ελληνική οικονομία.
Η χώρα χρειάζεται να αξιοποιήσει όλες τις βαριές της μεταβλητές. Πέρα από το ναυτιλιακό και τουριστικό συνάλλαγμα που είναι πολύ σημαντικά για την ανάπτυξη, πρέπει να μετουσιώσει σε συνάλλαγμα το πιο σημαντικό προϊόν που παράγει η ελληνική γη, το μοναδικό ελληνικό ελαιόλαδο.
Όπως επισημαίνεται στην σχετική ανακοίνωση της ΕΣΕΕ, το ελαιόλαδο είναι ίσως το σημαντικότερο αγροτικό προϊόν της χώρας που προσέφερε τα μέγιστα στην οικονομική της ανάπτυξη και έζησε εκατοντάδες οικογένειες που ασχολούνται γενικώς με το προϊόν.
Δυστυχώς, όλες οι συζητήσεις που διεξάγονται στο δημόσιο χώρο σχετικά με την οικονομική και αναπτυξιακή στρατηγική της Ελλάδας, φαίνεται πως αγνοούν την σπουδαιότητα αυτού του σημαντικού προϊόντος και τα πολλαπλά υλικά οφέλη που μπορεί να προσφέρει στην ελληνική οικονομία.
Επιπλέον, η έως τώρα πρακτική των ελληνικών κυβερνήσεων διαπνέεται, ως προς το θέμα του ελαιολάδου από μια αντιαναπτυξιακή λογική, αφού η διαχείριση αυτού του πραγματικού θησαυρού γίνεται εκτός Ελλάδος.
Υπολογίζεται ότι μόλις το 10% του παραγόμενου ελαιολάδου τυποποιείται και ότι το υπόλοιπο εξάγεται χύμα σε τιμές που αποφασίζουν οι αγοραστές, οι οποίες πολλές φορές δεν καλύπτουν ούτε καν το κόστος παραγωγής. Η πικρή αλήθεια είναι ότι το ποιοτικότερο ελαιόλαδο που παράγεται στον πλανήτη δεν μπορεί να μπει με τον τρόπο και την τιμή που πρέπει στα ράφια των μεγάλων σουπερμάρκετ της Ευρώπης.
Σε αυτό το πλαίσιο, είμαστε υποχρεωμένοι να επιστρέψουμε σε μια κατάσταση στην οποία η ελληνική οικονομία βρισκόταν πριν από 25-30 χρόνια. Η απαραίτητη ενίσχυση της εξαγωγικής προσπάθειας, ιδιαίτερα αυτής που σχετίζεται με την αγροτική παραγωγή, πρέπει να γίνει με την προώθηση μιας θεσμικά φιλελεύθερης, αναπτυξιακής νομοθεσίας. Οι αρμόδιοι υπουργοί οφείλουν να ρωτήσουν τους παραγωγούς και τους εμπόρους του ελαιολάδου ως γνώστες των πραγματικών δεδομένων της κατάστασης. Υπάρχουν εκτός των τειχών των υπουργείων τους άνθρωποι που μπορούν να τους δώσουν τα φώτα τους αμισθί, καταλήγει η ανακοίνωση.
Το πρώτο θεσμικό μέτρο είναι η νομοθετική εφαρμογή προς όλες τις τράπεζες για υποχρεωτική, αυθημερόν χρηματοδότηση με την εγγύηση του δημοσίου κάθε εξαγωγής τυποποιημένου ελαιολάδου προς οποιαδήποτε χώρα, όπως γινόταν πριν πολλές δεκαετίες, τότε που τα πενιχρά αποθέματα των τραπεζών χρηματοδοτούσαν τις εξαγωγικές επιχειρήσεις με μειωμένο επιτόκιο κατά 60% και ό,τι περίσσευε διατίθετο για τις λοιπές ανάγκες της οικονομίας.
Το δεύτερο θεσμικό μέτρο σχετίζεται με την απορρόφηση του παραγόμενου προϊόντος την ώρα της παραγωγής από πολυεθνικές οι οποίες το απαξιώνουν, σε τιμές που δεν καλύπτουν καν το κόστος παραγωγής. Άμεσο αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι να χειροτερεύει η ποιότητα του προϊόντος, αφού ο παραγωγός δεν έχει κίνητρο για να επενδύσει σε καλύτερες καλλιέργειες.
Η πρόταση είναι η ακόλουθη: όταν το επίπεδο των τιμών πέφτει κάτω από ένα όριο που δεν καλύπτει πλέον το κόστος παραγωγής, να καταθέτει ο παραγωγός στην τράπεζα την απόδειξη παρακαταθήκης ελαιολάδου που του εκδίδει ο ελαιουργός που αναλαμβάνει τη φύλαξή του και μαζί με την εγγύηση του ελαιουργού να λαμβάνει μια χρηματοδότηση που θα αντιστοιχεί στο 70% της τρέχουσας αξίας του ελαιολάδου που έχει στην κατοχή του.
Αυτά τα δύο μέτρα εάν σχεδιαστούν και εφαρμοστούν άμεσα μέσα σε μια πενταετία, θα οδηγήσουν στην εξαγωγή του 100% του παραγόμενου ελαιολάδου ως τυποποιημένου ελληνικού προϊόντος με πολλαπλά οφέλη για την ελληνική οικονομία.
Η χώρα χρειάζεται να αξιοποιήσει όλες τις βαριές της μεταβλητές. Πέρα από το ναυτιλιακό και τουριστικό συνάλλαγμα που είναι πολύ σημαντικά για την ανάπτυξη, πρέπει να μετουσιώσει σε συνάλλαγμα το πιο σημαντικό προϊόν που παράγει η ελληνική γη, το μοναδικό ελληνικό ελαιόλαδο.
Όπως επισημαίνεται στην σχετική ανακοίνωση της ΕΣΕΕ, το ελαιόλαδο είναι ίσως το σημαντικότερο αγροτικό προϊόν της χώρας που προσέφερε τα μέγιστα στην οικονομική της ανάπτυξη και έζησε εκατοντάδες οικογένειες που ασχολούνται γενικώς με το προϊόν.
Δυστυχώς, όλες οι συζητήσεις που διεξάγονται στο δημόσιο χώρο σχετικά με την οικονομική και αναπτυξιακή στρατηγική της Ελλάδας, φαίνεται πως αγνοούν την σπουδαιότητα αυτού του σημαντικού προϊόντος και τα πολλαπλά υλικά οφέλη που μπορεί να προσφέρει στην ελληνική οικονομία.
Επιπλέον, η έως τώρα πρακτική των ελληνικών κυβερνήσεων διαπνέεται, ως προς το θέμα του ελαιολάδου από μια αντιαναπτυξιακή λογική, αφού η διαχείριση αυτού του πραγματικού θησαυρού γίνεται εκτός Ελλάδος.
Υπολογίζεται ότι μόλις το 10% του παραγόμενου ελαιολάδου τυποποιείται και ότι το υπόλοιπο εξάγεται χύμα σε τιμές που αποφασίζουν οι αγοραστές, οι οποίες πολλές φορές δεν καλύπτουν ούτε καν το κόστος παραγωγής. Η πικρή αλήθεια είναι ότι το ποιοτικότερο ελαιόλαδο που παράγεται στον πλανήτη δεν μπορεί να μπει με τον τρόπο και την τιμή που πρέπει στα ράφια των μεγάλων σουπερμάρκετ της Ευρώπης.
Σε αυτό το πλαίσιο, είμαστε υποχρεωμένοι να επιστρέψουμε σε μια κατάσταση στην οποία η ελληνική οικονομία βρισκόταν πριν από 25-30 χρόνια. Η απαραίτητη ενίσχυση της εξαγωγικής προσπάθειας, ιδιαίτερα αυτής που σχετίζεται με την αγροτική παραγωγή, πρέπει να γίνει με την προώθηση μιας θεσμικά φιλελεύθερης, αναπτυξιακής νομοθεσίας. Οι αρμόδιοι υπουργοί οφείλουν να ρωτήσουν τους παραγωγούς και τους εμπόρους του ελαιολάδου ως γνώστες των πραγματικών δεδομένων της κατάστασης. Υπάρχουν εκτός των τειχών των υπουργείων τους άνθρωποι που μπορούν να τους δώσουν τα φώτα τους αμισθί, καταλήγει η ανακοίνωση.
euro2day.gr